- γεφυρουργία
- γεφυρουργία, η (Μ)η κατασκευή γεφυρών.[ΕΤΥΜΟΛ. < γέφυρα + -ουργία < -ουργός < έργον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek